- λάρυγγας
- Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που προβάλλει, ιδιαίτερα στους άντρες, στην πρόσθια επιφάνεια του λαιμού και σχηματίζει το αποκαλούμενο μήλο του Αδάμ. Η επιγλωττίδα καλύπτεται από βλεννογόνο και λειτουργεί ως βαλβίδα· κατά την κατάποση χαμηλώνει και συμμετέχει έτσι στο κλείσιμο του άνω ανοίγματος του λ., ώστε να μην εισχωρούν οι τροφές στις αεροφόρους οδούς. Στο εσωτερικό της διακρίνονται δύο ζεύγη πτυχών: οι άνω καλούνται νόθες φωνητικές χορδές, ενώ οι κάτω αποτελούν τις γνήσιες φωνητικές χορδές και σχηματίζονται από δέσμες μυϊκών ινών του θυρεοαρυταινοειδούς μυός, καθώς και από ελαστικές συνδετικές ίνες, που περιβάλλονται από τον βλεννογόνο του λ. Ο σχισμοειδής χώρος που περιλαμβάνεται μεταξύ των γνήσιων φωνητικών χορδών καλείται γλωττίδα και το πλάτος της μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τη δραστηριότητα των μυών του λ., οι οποίοι δρουν μεταβάλλοντας τη θέση των χόνδρων μεταξύ τους και την τάση των φωνητικών χορδών, καθορίζοντας με αυτό τον τρόπο τα χαρακτηριστικά της φωνής. Η εσωτερική επιφάνεια του λ. είναι επενδεδυμένη με βλεννογόνο πλούσιο σε νευρικές απολήξεις, στις οποίες οφείλεται και η ιδιαίτερη ευαισθησία του στα διάφορα ερεθίσματα· ο ερεθισμός αυτών των νευρικών ινών διεγείρει ταχύτατα το αντανακλαστικό του βήχα, γι’ αυτό μπορεί δίκαια να αποδοθεί στον λ. και η αμυντική λειτουργία του αναπνευστικού δέντρου.
λαρυγγεκτομή. Χειρουργική αφαίρεση όλου ή μέρους του λ., κυρίως για τη θεραπεία του καρκίνου. Η επέμβαση μπορεί να γίνει μόνη της ή σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία.
Αριστερά, μέση εγκάρσια τομή· δεξιά, πρόσθιο μέρος μιας μετωπιαίας τομής: 1) επιγλωττίδα· 2) υοειδές οστό· 3) νόθες φωνητικές χορδές· 4) λαρυγγική κοιλία· 5) γνήσιες φωνητικές χορδές· 6) πλάγιος κρινοκαρυταινοειδής μυς· 7) κρικοθυρεοειδής μυς· 8) τραχεία· 9) θυρεοειδής μεμβράνη· 10) θυρεοειδής χόνδρος· 11) κρικοειδής χόνδρος· 12) γλωττίδα· 13) χόνδρος επιγλωττίδας· 14) πλάγιος θυρεοαρυταινοειδής μυς· 15) εσωτερικοί ή φωνητικοί θυρεοαρυταινοειδείς μύες και σύνδεσμοι· 16) θυρεοειδής χόνδρος· 17) κρικοειδής χόνδρος.
* * *ο (AM λάρυγξ, -υγγος)ουσιώδες όργανο τής φώνησης στο άνω μεσαίο τμήμα τού τραχήλου εμπρός από τον φάρυγγα, το οποίο επιτρέπει την είσοδο τού αέρα στην τραχεία, με την οποία και συνέχεται («τὰ μὲν οὖν φωνήεντα ἡ φωνὴ καὶ ὁ λάρυγξ ἀφίησι», Αριστοτ.)νεοελλ.ζωολ. το σκελετικό στήριγμα τής γλωττιδικής περιοχής τών ζώων(μσν. -αρχ.) ο φάρυγγαςαρχ.1. η τραχεία αρτηρία2. (για πρόσ.) λαίμαργος3. φρ. «γλυκὺς λάρυγξ» — ομιλία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. να έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών τ. φάρυγξ και λαιμός. Η ομοιότητα, πάντως, τής δεύτερης συλλαβής -ρυγξ και στους δύο τ. με το εκφραστικό έρρινο σύμφωνο είναι χαρακτηριστική. Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *lr τής ινδ. ρίζας *(s)ler- και συνδέεται με λατ. lurco «φαγάς, λαίμαργος» και μσν. γερμ. slarc «λάρυγξ».ΠΑΡ. λαρύγγι, λαρυγγίζω, λαρυγγικόςαρχ.λαρυγγόςαρχ.-μσν.λαρυγγιώνεοελλ.λαρυγγιώδης.ΣΥΝΘ. λαρυγγόφωνοςαρχ.λαρυγγοτομώ].
Dictionary of Greek. 2013.